General

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Ο ρόλος των συλλόγων στην αποκατάσταση των προσφύγων (1922-1932)

Μεταδιδακτορική ερευνήτρια: Γιώτα Τουργέλη

Επιβλέπουσα: Λίνα Βεντούρα

Η έρευνα στοχεύει να αναλύσει τη συμβολή των προσφυγικών συσσωματώσεων που συγκροτήθηκαν στην ελληνική επικράτεια μετά το 1922 στην εφαρμογή της προσφυγικής πολιτικής των κυβερνήσεων του Μεσοπολέμου και στην ενσωμάτωση των νεήλυδων πληθυσμών στην ελληνική κοινωνία. Θα εστιάσει στο διαμεσολαβητικό ρόλο των συλλόγων απέναντι στις τοπικές αρχές, την κεντρική εξουσία, την ΕΑΠ και  τις τράπεζες αλλά και στην εμπλοκή τους στη διαμόρφωση πολιτικών και μέτρων υπέρ των προσφύγων ή υπέρ συγκεκριμένων ομάδων προσφύγων, στις συγκρούσεις με τους γηγενείς, στις συναλλαγές με τους κρατικούς υπαλλήλους και τους ιδιώτες και στην πολιτική δικτύωση. Θα διερευνήσει την εξέλιξη και το μετασχηματισμό των συλλόγων μέσα από τη χαρτογράφηση του πλήθους των δραστηριοτήτων/ αρμοδιοτήτων  τους έως το 1932, σε μια δεκαετία η οποία χαρακτηρίζεται από τη διακυβέρνηση των Βενιζελικών, τη δράση της ΕΑΠ, τη λήψη προνοιακών μέτρων και την ευρεία εφαρμογή παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών και  προγραμμάτων αγροτικής και αστικής αποκατάστασης. Η έρευνα σκοπεύει να αναδείξει τις ζυμώσεις στα προσφυγικά σωματεία, τις εσωτερικές διεργασίες και τους ανταγωνισμούς, τις ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας και τα δίκτυα που διαμορφώνονταν σταδιακά, καθώς επίσης τις διαμάχες και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με στόχο την προώθηση όχι μόνο συλλογικών προσφυγικών διεκδικήσεων αλλά και ιδιοτελών ή/και παραταξιακών συμφερόντων. Οι προσφυγικές συσσωματώσεις, ένας από τους σημαντικότερους τρόπους συλλογικής διαχείρισης των προβλημάτων που ανέπτυξαν οι πρόσφυγες, θα προσεγγιστούν ως χώροι ανάδειξης και ισχυροποίησης του προσφυγικού υποκειμένου, καθώς επίσης, και ως φορείς δράσης και μετασχηματισμού του ίδιου του καθεστώτος αρωγής και αποκατάστασής τους.

             

Έλενα Μπουλετή

Η κυπριακή μετανάστευση και προσφυγιά μετά το 1974: Διαφοροποιήσεις της πολιτικής σε Μ. Βρετανία Ελλάδα και Τουρκία και η κυπριακή «διασπορά».

Στόχος της έρευνας είναι να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά της κυπριακής μετανάστευσης και προσφυγιάς από την Κύπρο προς τις χώρες που αποτέλεσαν τις «εγγυήτριες δυνάμεις» και επηρέασαν άμεσα την εξέλιξη του Κυπριακού: την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία. Η μετανάστευση και η προσφυγιά των Κυπρίων προς τις τρεις χώρες μπορεί να κορυφώθηκε το 1974 με τη μαζική φυγή των Ελληνοκυπρίων, είχε ωστόσο ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και είχε συγκεχυμένα και συχνά μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν τα όρια μεταξύ μετανάστευσης και προσφυγιάς συχνά δυσδιάκριτα και μια ανάλυση επ’ αυτών απαραίτητη. Τα «εθνικά κέντρα», αντιμετώπισαν τους Ελληνοκύπριους (Ε/Κ) και Τουρκοκύπριους (Τ/Κ) πρόσφυγες και μετανάστες σε συνάρτηση με τους δεσμούς που είχαν τα ίδια με την Κυπριακή Δημοκρατία και την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αντίστοιχα. Οι δεσμοί αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα μια ιδιαίτερη μεταχείριση των εν λόγω προσφύγων και μεταναστών, η οποία περιλάμβανε αρκετές αντιφάσεις, που όμως αποκτούσαν νόημα όταν έμπαιναν στο πλαίσιο της «εθνικής πολιτικής».

Έχει σημασία επομένως να εξεταστεί η διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος από όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές αρχές καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 αλλά και μετά την εισβολή του ’74. Να σκιαγραφηθούν οι  μετακινήσεις ατόμων και ολόκληρων οικογενειών Τ/Κ και Ε/Κ από την Κύπρο προς τις χώρες υπό έρευνα και τούμπαλιν, συχνά πάνω από μία φορά. Να εντοπιστούν τυχόν διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση των προσφύγων που παρέμειναν στην Κύπρο σε σχέση με όσους εγκαταστάθηκαν στις «μητέρες πατρίδες» και τη Μεγάλη Βρετανία. Να ιχνηλατηθούν, τέλος, οι διαφορετικές κρατικές προσεγγίσεις (κυπριακές – δηλαδή νότιας και βόρειας Κύπρου-  καθώς και η ελληνική, η τουρκική και η  βρετανική) απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τόσο σε συνάρτηση με την «εθνική πολιτική» της διχοτομημένης Κύπρου και της κάθε «μητέρας πατρίδας», όσο και με την εξωτερική πολιτική της Μ. Βρετανίας στο Κυπριακό.

Μεταδιδακτορική ερευνήτρια: Άννα Μαρία Δρουμπούκη

 

    Για τους περισσότερους επιζώντες της Σοά (Ολοκαύτωμα), το τέλος του πολέμου το 1945 δεν σηματοδότησε το τέλος της βίας, του φόβου, των διώξεων και της αδικίας. Αυτές οι παράμετροι υπογραμμίζουν με εντονότερα χρώματα το γεγονός ότι μένει ακόμα να γραφτεί μια πλήρης μεταπολεμική ιστορία των επιζώντων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, μια καταγραφή της ανασύνθεσης της εβραϊκής ζωής απ’ το μηδέν. Η επιστροφή των επιζώντων υπήρξε δύσκολη, η επανένταξή τους δυσκολότερη και αντίστοιχη με τον αποκλεισμό της εμπειρίας τους από το εθνικό αφήγημα. Είναι απόλυτα ενδεικτικό των προθέσεων του ελληνικού κράτους να παραπέμπει τους επαναπατρισθέντες στην Υπηρεσία Αλλοδαπών για καταγραφή. Η ψυχρή υποδοχή των επιζώντων της ναζιστικής κόλασης ήταν το ελάχιστο προανάκρουσμα  μιας μεταπολεμικής πολιτικής η οποία θα στρεφόταν σύντομα στο «πάγωμα» των μελλοντικών διεκδικήσεων για την δίκαιη επιστροφή των κλαπεισών περιουσιών στους δικαιούχους τους.

            Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια τους ιστορικούς, διευρύνοντας τα πλαίσια και τις ιστορικές προοπτικές της Σοά.Τα μεταπολεμικά αιτήματα των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ευρώπη, και ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Πολωνία, η Ιταλία, συνδέονταν με τις αλλαγές στο συμβολικό ρεπερτόριο του πολιτικού και επίσημου λόγου, τις μεταλλαγές στους εθνικούς μύθους και τις ερμηνευτικές εκδοχές αναφορικά με το ρόλο της δικαιοσύνης. Ακόμα και οι χώρες που διεκδικούσαν πολεμικές αποζημιώσεις σθεναρά και διεκδικητικά, ήταν ανήμπορες να κατανοήσουν το μέγεθος της εβραϊκής απώλειας και να αποκαταστήσουν τις κοινότητες εντός των συνόρων τους.

            Στόχος είναι να δοθούν στη μελέτη οι διεθνείς διαστάσεις του φαινομένου που στη βιβλιογραφία έχει ονομαστεί «υλικές διαστάσεις του Ολοκαυτώματος» (material effects of the Holocaust).[1] Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρ όνια έχουμε επιστρέψει σε μια κοινωνική και πολιτισμική ιστορία των Εβραίων στη Σοά, που αφήνει στην άκρη τα κλασικά ερωτήματα και δίνει έμφαση στα ιστορικά υποκείμενα και στον τρόπο με τον οποίο βίωναν τις συνθήκες της εποχής.[2] Ποια ήταν τα μεταπολεμικά αιτήματα των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων της Ελλάδας προς τη Δυτική Γερμανία; Μέσα από το αρχειακό υλικό που εντοπίστηκε στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών (Βερολίνο), αλλά και στα αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, θα μελετηθεί η δύσκολη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων και τα μεταπολεμικά αιτήματα για την καταβολή των γερμανικών αποζημιώσεων. Θα αξιοποιηθούν επίσης για τη μελέτη αυτή το άγνωστο και ανεξερεύνητο ως τώρα αρχείο του Ο.Π.Α.Ι.Ε (Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος) και της Υ.Δ.Ι.Π. (Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών).



[1] Martin Dean, Constantin Goschler, Phillip Ther (επιμ.), Robbery and restitution, Berghahn Books, 2007.

[2] Ρίκα Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, Εκτόπιση, Επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 18-19.

 

 

Μεταδιδακτορικός ερευνητής: Βασίλης Α. Μπογιατζής

 

Εισαγωγή

 

Η έρευνά μου εστιάζει στον ρόλο των δημοσίων διανοουμένων στις νεωτερικές κοινωνίες, ως φαινόμενο με οικουμενική σημασία και ως εξέχοντα στοιχεία του όλου πολιτισμικού τοπίου. Αντλώντας από τα πεδία της αναστοχαστικής ερμηνευτικής κοινωνιολογίας της νεωτερικότητας και της κοινωνιολογίας των διανοουμένων και εστιάζοντας κυρίως στις συνεισφορές των Γκράμσι, Mannheim, Bauman, Bourdieu, Ankersmit, στη θεωρία της μετάφρασης των προερχόμενων από τις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας Latourκαι Callon, καθώς και στη θεματοποίηση του διανοούμενου ως ξένου από τον DickPels –στηριγμένος με άλλα λόγια, τόσο σε κλασικές όσο και σε σύγχρονες μελέτες της κοινωνιολογίας των διανοουμένων– επιχειρώ να κατανοήσω πώς οι δημόσιοι διανοούμενοι επιτέλεσαν (perform) εαυτούς και πώς λειτούργησαν στη μεταπολεμική Ελλάδα κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης μετά το Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, κατά τη λεγόμενη «εκρηκτική εικοσαετία» των ετών 1949-1967.

Δρ. Καλλιόπη Παυλή

Μετα-διδακτορική ερευνήτρια,

Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

 

 

Η αποικιοκρατία ως «πνευματικός ρυθμιστής του κόσμου». Η πρόσληψή της από την ελληνική λογιοσύνη την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας

 

Μετα-διδακτορική έρευνα

 

 

Περίληψη

       Παραμένει ανοιχτή η σχέση της μικρασιατικής εκστρατείας με την αντίληψη που έβλεπε στην αποικιοκρατία τον «πνευματικό ρυθμιστή του κόσμου», το «αγαθό» που «μετακένωνε» στις αποικιοκρατούμενες περιοχές τις αξίες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, του μονοθεϊσμού, της πειθαρχίας στους νόμους, της απρόσκοπτης οικονομικής επέκτασης. Η προοπτική της αρχίζει να συζητείται προς το τέλος της παρατεταμένης ύφεσης, η οποία έχει συντηρικοποιήσει τα εθνικά κινήματα και τις επιστήμες εδραιώνοντας μια φυλετικού χαρακτήρα αρχαιολογική ερμηνεία μέσα από την οποία ερμηνεύτηκαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές των Ελλήνων στη Μικρά Ασία —όπως παρουσιάστηκαν στη διδακτορική διατριβή της Κ. Παυλή «Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων». Πηγές από την παραπάνω έρευνα θα αξιοποιηθούν σε μια διεύρυνση πέρα από το ιδεολογικό-αρχαιολογικό πεδίο: στο οικονομικό και πολιτικό, καθώς πρόκειται για την περίοδο της εντατικής ευρωπαϊκής επέκτασης όπως μαρτυρά ο πολλαπλασιασμός των τετραγωνικών μιλίων των αποικιακών κτήσεων και της ενδυνάμωσης των μονοπωλίων. Το κλίμα της βίαιης χάραξης νέων συνόρων μεταφέρει το  δόγμα της φυλετικής ανισότητας από τα επιστημονικά εγχειρίδια στη βάση της κοινωνίας, ρίχνοντας βαριά τη σκιά του και στην Ελλάδα: ο «Άλλος» όχι μόνο μετατρέπεται σε «φύσει ανεπιτήδειον προς πάσαν διανοητικήν ανάπτυξιν» μέσα και από τις διακινούμενες θεωρίες περί «ωφέλιμης εξάρτησης» μα εισάγεται και η συστηματική διατύπωση του στόχου μιας περαιτέρω οικονομικής ανάπτυξης στην «ασιατική Ελλάδα».

 

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ

logo1logo2logo3logo4logo1